μετανοοῦσαν

μετανοοῦσαν
μετανοέω
perceive afterwards
pres part act fem acc sg (attic epic doric)
μετανοέω
perceive afterwards
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • πεπτωκότες — οι, ΝΑ εκκλ. ονομασία τών αρνητών τής χριστιανικής πίστης κατά τους διωγμούς τών τριών πρώτων αιώνων, στους οποίους οφείλεται και το σοβαρό εκκλησιαστικό πρόβλημα σχετικά με τη δυνατότητα και τους τρόπους επανόδου όσων μετανοούσαν στους κόλπους… …   Dictionary of Greek

  • Λιτές — Μυθολογικά πρόσωπαΣύμφωνα με την παράδοση, ήταν κουτσές, ρυτιδωμένες και αλλήθωρες κόρες του Δία, που ακολουθούσαν πάντα την Άτη, την κόρη της Έριδας που προσωποποιούσε την πλάνη, για να επανορθώσουν τις ζημιές της. Αποτελούν την προσωποποίηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”